Του Μιχάλη Λυμπεράτου
Η καταδίκη του Μπελογιάννη σε θάνατο αντανακλούσε τη διπλή
επιδίωξη, τόσο των Αμερικανών όσο και κέντρων εξουσίας μέσα και εκτός του
ελληνικού κράτους, να αντιμετωπιστεί δραστικά κάθε ενδεχόμενο ανασύνταξης του
κοινωνικού μετώπου στην Ελλάδα. Σε συνάρτηση με αυτό να αποτραπεί κάθε
πιθανότητα για την πολιτική έκφραση ενός τέτοιου μετώπου με την μορφή μιας
συμμαχίας μεταξύ της νεόδμητης ΕΔΑ και δυνάμεων του Κέντρου με κύριο άξονα την αριστερή
πτέρυγα της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα.
Αναφορικά με τον πρώτο στόχο, οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι παρά
την ήττα στον εμφύλιο, το κοινωνικό μπλοκ της αριστεράς κάθε άλλο παρά είχε
αποδιαρθρωθεί. Οι εκλογές του 1950 και 1951 έδειξαν ότι στο εκλογικό σώμα
υπήρχε μια ισχυρή, πιθανόν και ηγεμονική τάση, να καταργηθεί το κράτος έκτακτης
ανάγκης, να περιοριστεί η περιστολή των πολιτικών ελευθεριών και κατά προέκταση
να επανέλθει η οργανωμένη Αριστερά στην πολιτική ζωή. Το πρόβλημα, επομένως,
ήταν ότι φάνταζε πολύ πιθανό το ενδεχόμενο αυτό και οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι
μόνο η διατήρηση ενός κράτους ειδικών συνθηκών θα απέτρεπε την ανασυγκρότηση
αυτή.
Χαρακτηριστικό της προβληματικής αυτής είναι αυτό που συνέβη
στην περίπτωση του Νίκου Νικηφορίδη, στις αρχές του 1951, όταν κράτος,
παρακράτος και Αμερικανοί διαπίστωναν την ικανότητα μιας μικρής ομάδας
κομμουνιστών νέων να συγκεντρώσουν, παρά το κλίμα διώξεων, μέσα σε μερικούς
μήνες 60.000 υπογραφές στο κείμενο της «έκκλησης της Στοκχόλμης» υπέρ του
πυρηνικού αφοπλισμού. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ότι ισοδυναμούσε με
ανασυγκρότηση των αριστερών οργανώσεων στην Ελλάδα και ότι υποδαύλιζε το κλίμα
της μαζικής αντίδρασης έναντι της συμμετοχής στον πόλεμο της Κορέας, που είχε
αρχίσει να στοιχίζει δεκάδες νεκρούς στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα.
Έτσι, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί απάντησαν δραστικά και στις 18
Ιανουαρίου 1951, για να τρομοκρατηθούν οι υπογράφοντες την «έκκληση» διέλυσαν
το «Δημοκρατικό Φιλειρηνικό Μέτωπο Νέων» και συνέλαβαν τον Ν. Νικηφορίδη και 14
συνεργάτες του, με μόνη κατηγορία ότι συνέλεγαν υπογραφές. Το κατηγορητήριο
αυτό διευρύνθηκε για να υπαχθεί στο νόμο 509 περί αντιμετώπισης της
κομμουνιστικής συνομωσίας και στις 25 Φεβρουαρίου 1951, μόλις μετά από 20 μέρες
ακροαματική διαδικασία, το Έκτακτο Στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο τον
Νικηφορίδη και σε ισόβια τους Λ. Δούκα και Ι. Δαμιανίδη. Σχεδόν 10 μέρες μετά,
στις 6 Μαρτίου, εκτελέστηκαν στις φυλακές Επταπυργίου οι Κ. Ορφανίδης, Μ.
Στογιάννης, Κ. Στρίντζος, Κ. Μήτσας, Χρ. Παπαδόπουλος, Ρ. Παραθυράς και ο Ν. Νικηφορίδης.
Το πόσο ευσταθούσε η καταδίκη αυτή ακόμα και σε σχέση με την
ασφυκτική νομολογία του έκτακτου καθεστώτος, φαίνεται από το γεγονός ότι η
έφεση δύο που δεν εκτελέστηκαν (γιατί οι συγγενείς τους επηρέασαν ένα
στρατοδίκη που μειοψήφισε) έγινε δεκτή και αθωώθηκαν. Το γεγονός ότι έγιναν
τόσο εσπευσμένα οι εκτελέσεις αυτές εξηγεί και τον δεύτερο στόχο των επιδιώξεων
Αμερικανών και του κράτους σε σχέση με τις εκτελέσεις αυτές. Είχε διαφανεί ότι
τμήμα της ΕΠΕΚ ήταν αποφασισμένο να σταματήσει τις εκτελέσεις, τις εκτοπίσεις
και να προωθήσει ένα καθεστώς ειρήνευσης. Για αυτό ακριβώς το λόγο, εξαιτίας
εσωκομματικών αντιδράσεων, ο Πλαστήρας θα σταματήσει την εκτέλεση 4 της «στενής
αυτοάμυνας» της Αθήνας αλλά και 16 σπουδαστών της ΕΠΟΝ, που έτυχαν και της πλαισίωσης
μεγάλης διεθνούς συμπαράστασης με υπογραφές των Αϊνστάιν, Ζ. Κιουρί κλπ. Το
γεγονός επίσης ότι στις νέες καταδικαστικές αποφάσεις σε θάνατο, στις 21
Αυγούστου 1951, των Ν. Καρρά, Μανθ. Τσιμπουκίδη, Φ. Πασπαλιάρη και Δ. Αυγερινού
εμφανίστηκε στο αναθεωρητικό δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισης ο Γραμματέας
της Νεολαίας της ΕΠΕΚ Α. Πεπονής δημιούργησε την απαίτηση των Αμερικανών να
περιοριστεί αυτή η υπόγεια διασύνδεση Αριστεράς και Κέντρου και να ενισχυθεί το
τμήμα της ΕΠΕΚ που ήθελε ευθυγράμμιση με τις αμερικανικές επιδιώξεις. Όπως
εκφράστηκε από τον παλιό κεντρώο πολιτευτή και πρώην αξιωματικό Λ. Σπαή, «αν
εμείς αρνούμασταν την ανάληψη ευθυνών, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα».