Του,
«Τόσο πυκνό το σκότος
Πώς να ξεχάσω;»
Αργύρης Σφουντούρης
Πώς να ξεχάσω;»
Αργύρης Σφουντούρης
Σήμερα 10 Ιούνη. Το Δίστομο έχει μνημόσυνο, πενθεί τους νεκρούς του.
Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του ‘44, όπου έμελε να γίνει το μακελειό. Οι
ναζί κατακτητές επιτέθηκαν στους ήμερους ξωμάχους και απέδειξαν την
απώτατη φρικωδία που κρύβει μέσα του ο φασισμός και εν τέλει το
ανθρώπινο κτήνος. Δεν ήταν μια «καθαρή» πολεμική επιχείρηση εναντίον,
έστω, ενός άμαχου πληθυσμού που σκοτώνεις και τελειώνεις. Ηταν μια
προμελετημένη τελετή απόλυτου τρόμου, για να γίνει το απόλυτο παράδειγμα
εξουσιαστικής επιβολής.
Από την αρχή αγαπητέ αναγνώστη ζητώ συγνώμη για τις εικόνες που θα προσλάβεις, αλλά είναι εικόνες που δημιούργησαν άνθρωποι, δεδομένης ιδεολογίας σε δεδομένο τόπο και χρόνο, και ως εκ τούτου πρέπει να γίνουν γνωστές.
218 γυναίκες, παιδιά, γέροι, και λίγοι άντρες, πέρασαν από λεπίδι μέσα σε ένα απόγευμα σε μια φρικιαστική τελετουργία αίματος, ως αντίποινα μιας ήττας από τους αντάρτες... Η γραφή του λογοτέχνη Τάκη Λάππα, λίγες μέρες μετά τη σφαγή, διέσωσε τη μνήμη:
- Τρίχρονο αγόρι ο Νίκος Σφουντούρης, το λόγχισαν, το ξεκοίλιασαν και πέρασαν τα σπλάχνα του γύρω στο λαιμό του, αφού πρώτα σκότωσαν τους γονείς του, έκοψαν το δάχτυλο του νεκρού πατέρα του για να πάρουν το δαχτυλίδι και έβγαλαν τα χρυσά δόντια τη νεκρής μάνας του... Ζευγάρι εξηντάρηδων οι συγγενείς τους, Γιάννης και η Πετρούλα Σφουντούρη, έβλεπαν το σπίτι τους λαμπάδα. Οταν τους παρακάλεσαν να πάρουν τα λίγα υπάρχοντά τους, τους χτύπησαν μέχρι λιποθυμίας και γελώντας τους πέταξαν μέσα στη φωτιά όπου κάηκαν ζωντανοί…
- Στο σπίτι του παπά Σωτήρη, όπου μάζεψαν καμιά 15ριά, τους γάζωσαν μαζικά. Η παπαδιά εξιστορεί: «Εγώ τη στιγμή που μας βάλανε στο τουφεκίδι βύζαινα το κοριτσάκι μου, ενός χρόνου. Μου ρίξανε τρεις σφαίρες. Η μια μου χάλασε το ζερβί χέρι, η άλλη με πήρε ξώπετσα κάτω από τ’ αυτί. Η Τρίτη χτύπησε τη Μαργαρίτα μου. Της άνοιξε το κεφάλι κι όπως την κράταγα στην αγκαλιά μου τα μυαλά της πεταχτήκανε στα μούτρα μου»…
- Σε άλλο σπίτι βρίσκουν τη Φροσύνη Σταθά, που βύζαινε το αβάπτιστο βρέφος της, εφτά μηνών. Τη σκοτώνουν ενώ το ανίδεο βρέφος εξακολουθεί να βυζαίνει τη νεκρή. Κόβουν από το βυζί τη ρώγα της μάνας που απομένει στο στόμα του βρέφους, και ύστερα το στραγγαλίζουν. Με τη λόγχη ανοίγουν την κοιλιά του, βγάζουν τα σπλάχνα του και τα περιτριγυρίζουν στο λαιμό του. Το άλλο παιδάκι της οικογένειας, τον Γιάννη, τριών χρόνων, το σκοτώνουν και με την μπότα τους του λιώνουν το κεφάλι. Η πεντάχρονη κόρη Ελένη κρύβεται να σωθεί, την ανακαλύπτουν, της ανοίγουν την κοιλιά με την ξιφολόγχη και την πετάνε στο δρόμο…
Από την αρχή αγαπητέ αναγνώστη ζητώ συγνώμη για τις εικόνες που θα προσλάβεις, αλλά είναι εικόνες που δημιούργησαν άνθρωποι, δεδομένης ιδεολογίας σε δεδομένο τόπο και χρόνο, και ως εκ τούτου πρέπει να γίνουν γνωστές.
218 γυναίκες, παιδιά, γέροι, και λίγοι άντρες, πέρασαν από λεπίδι μέσα σε ένα απόγευμα σε μια φρικιαστική τελετουργία αίματος, ως αντίποινα μιας ήττας από τους αντάρτες... Η γραφή του λογοτέχνη Τάκη Λάππα, λίγες μέρες μετά τη σφαγή, διέσωσε τη μνήμη:
- Τρίχρονο αγόρι ο Νίκος Σφουντούρης, το λόγχισαν, το ξεκοίλιασαν και πέρασαν τα σπλάχνα του γύρω στο λαιμό του, αφού πρώτα σκότωσαν τους γονείς του, έκοψαν το δάχτυλο του νεκρού πατέρα του για να πάρουν το δαχτυλίδι και έβγαλαν τα χρυσά δόντια τη νεκρής μάνας του... Ζευγάρι εξηντάρηδων οι συγγενείς τους, Γιάννης και η Πετρούλα Σφουντούρη, έβλεπαν το σπίτι τους λαμπάδα. Οταν τους παρακάλεσαν να πάρουν τα λίγα υπάρχοντά τους, τους χτύπησαν μέχρι λιποθυμίας και γελώντας τους πέταξαν μέσα στη φωτιά όπου κάηκαν ζωντανοί…
- Στο σπίτι του παπά Σωτήρη, όπου μάζεψαν καμιά 15ριά, τους γάζωσαν μαζικά. Η παπαδιά εξιστορεί: «Εγώ τη στιγμή που μας βάλανε στο τουφεκίδι βύζαινα το κοριτσάκι μου, ενός χρόνου. Μου ρίξανε τρεις σφαίρες. Η μια μου χάλασε το ζερβί χέρι, η άλλη με πήρε ξώπετσα κάτω από τ’ αυτί. Η Τρίτη χτύπησε τη Μαργαρίτα μου. Της άνοιξε το κεφάλι κι όπως την κράταγα στην αγκαλιά μου τα μυαλά της πεταχτήκανε στα μούτρα μου»…
- Σε άλλο σπίτι βρίσκουν τη Φροσύνη Σταθά, που βύζαινε το αβάπτιστο βρέφος της, εφτά μηνών. Τη σκοτώνουν ενώ το ανίδεο βρέφος εξακολουθεί να βυζαίνει τη νεκρή. Κόβουν από το βυζί τη ρώγα της μάνας που απομένει στο στόμα του βρέφους, και ύστερα το στραγγαλίζουν. Με τη λόγχη ανοίγουν την κοιλιά του, βγάζουν τα σπλάχνα του και τα περιτριγυρίζουν στο λαιμό του. Το άλλο παιδάκι της οικογένειας, τον Γιάννη, τριών χρόνων, το σκοτώνουν και με την μπότα τους του λιώνουν το κεφάλι. Η πεντάχρονη κόρη Ελένη κρύβεται να σωθεί, την ανακαλύπτουν, της ανοίγουν την κοιλιά με την ξιφολόγχη και την πετάνε στο δρόμο…